βιδωτός

βιδωτός
η , ό привинченный, свинченный, скреплённый винтами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιδωτός" в других словарях:

  • βιδωτός — ή, ό αυτός που έχει ή μπορεί να βιδωθεί κάπου …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοφόρος — ο εφοδιασμένος με κοχλία, βιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιωτός — ή, ό 1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός 2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. ωτός (πρβλ. θολ ωτός, ορκ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ελικωτός — ή, ό 1. που έχει σχήμα έλικα, κοχλιωτός, βιδωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελικωτό βιδωτό καρφί για τη στερέωση των σιδηροτροχιών στους ξύλινους στρωτήρες (στις τραβέρσες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»